- παρακεκινδυνευμενως
- παρακεκινδυνευμένωςπαρα-κεκινδῡνευμένωςсмело, решительно
(ἀνδρείως καὴ π. Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνδρείως καὴ π. Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρακεκινδυνευμένως — in a bold dashing style indeclform (adverb) παρακεκινδῡνευμένως , παρακινδυνεύω make a venture perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακεκινδυνευμένως — ΜΑ επίρρ. με παρακινδυνευμένο τρόπο, πάρα πολύ τολμηρά, ριψοκίνδυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκινδυνευμένος τού παρακινδυνεύω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek